παραγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγραφή < αρχαία ελληνική παραγραφή < παρά + γραφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγραφή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγραφή
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | παραγραφή | παραγραφά | παραγραφαί |
Γενική | παραγραφῆς | παραγραφαῖν | παραγραφῶν |
Δοτική | παραγραφῇ | παραγραφαῖν | παραγραφαῖς |
Αιτιατική | παραγραφήν | παραγραφά | παραγραφάς |
Κλητική | παραγραφή | παραγραφά | παραγραφαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγραφή θηλυκό