παραγυμνασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγυμνασμένος η παραγυμνασμένη το παραγυμνασμένο
      γενική του παραγυμνασμένου της παραγυμνασμένης του παραγυμνασμένου
    αιτιατική τον παραγυμνασμένο την παραγυμνασμένη το παραγυμνασμένο
     κλητική παραγυμνασμένε παραγυμνασμένη παραγυμνασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγυμνασμένοι οι παραγυμνασμένες τα παραγυμνασμένα
      γενική των παραγυμνασμένων των παραγυμνασμένων των παραγυμνασμένων
    αιτιατική τους παραγυμνασμένους τις παραγυμνασμένες τα παραγυμνασμένα
     κλητική παραγυμνασμένοι παραγυμνασμένες παραγυμνασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραγυμνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παραγυμνάζομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + γυμνασμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

παραγυμνασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]