παραδεισιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραδεισιακός < ελληνιστική παραδεισιακός < παράδεισος
Επίθετο[επεξεργασία]
παραδεισιακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδεισιακός
→ δείτε τη λέξη παραδεισένιος |