παραδομένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραδίδω, παραδίδομαι και παραδίνω, παραδίνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
παραδομένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παραδίδω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδομένος
|