παραδοξολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραδοξολογία < αρχαία ελληνική παράδοξος + λόγος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραδοξολογία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραδοξολογία