παραδοσιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παραδοσιακά < παραδοσιακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραδοσιακά
- κατά παραδοσιακό τρόπο, ακολουθώντας την παράδοση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραδοσιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παραδοσιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραδοσιακό