παραδουλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραδουλεύω < παρα- + δουλεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραδουλεύω

  1. δουλεύω υπερβολικά
  2. προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως παραδουλεύτρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]