παραζάλη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραζάλη | οι | παραζάλες |
| γενική | της | παραζάλης | — | |
| αιτιατική | την | παραζάλη | τις | παραζάλες |
| κλητική | παραζάλη | παραζάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραζάλη θηλυκό
- η ταραχή, η σύγχυση, η απώλεια της αίσθησης της ισορροπίας
στο χορό στην παραζάλη με ξελόγιασαν τα κάλλη (λαϊκό τραγούδι)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- παραζάλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παραζάλη (χωρ[ίς] πληθ.) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)