Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραθερίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραθερίζω μαρτυρείται από το 1887 με τη σύγχρονη σημασία[1] < παρα- + θέρος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεκαλοκαιριάζω). Δεν σχετίζεται με ελληνιστική κοινή παραθερίζω (θερίζω παράνομα γειτονικό χωράφι άλλου ιδιοκτήτη).[2]

παραθερίζω

  1. περνάω τις καλοκαιρινές μου διακοπές σε κάποιο μέρος
    παράδειγμα  Φέτος είδα πολλούς ξένους να παραθερίζουν στο χωριό της.
  2. (μεταφορικά, ειρωνικό) είμαι εξόριστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. παραθερίζω, σελ.772, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραθερίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παραθερίζω

παραθερίζω (σε χρήση και σήμερα με διαφορετική σημασία)

Συγγενικά

[επεξεργασία]