παραθεριστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραθεριστικός η παραθεριστική το παραθεριστικό
      γενική του παραθεριστικού της παραθεριστικής του παραθεριστικού
    αιτιατική τον παραθεριστικό την παραθεριστική το παραθεριστικό
     κλητική παραθεριστικέ παραθεριστική παραθεριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραθεριστικοί οι παραθεριστικές τα παραθεριστικά
      γενική των παραθεριστικών των παραθεριστικών των παραθεριστικών
    αιτιατική τους παραθεριστικούς τις παραθεριστικές τα παραθεριστικά
     κλητική παραθεριστικοί παραθεριστικές παραθεριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραθεριστικός < παραθεριστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθεριστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]