παρακάλεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρακάλεμα τα παρακαλέματα
      γενική του παρακαλέματος των παρακαλεμάτων
    αιτιατική το παρακάλεμα τα παρακαλέματα
     κλητική παρακάλεμα παρακαλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακάλεμα < παρακάλεσμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < (παρακαλώ), παρακαλεσ- + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈka.le.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κά‐λε‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρακάλεμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .