παρακαλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακαλέω < παρα- + καλέω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρακαλέω

  1. καλώ κάποιον
  2. φωνάζω για βοήθεια, στέλνω για βοήθεια
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 96.2
    παρεκάλει δὲ καὶ τῶν ὀρεινῶν Θρᾳκῶν πολλοὺς τῶν αὐτονόμων καὶ μαχαιροφόρων, οἳ Δῖοι καλοῦνται,
    Κάλεσε και πολλούς από τους ορεινούς Θράκες που είναι μαχαιροφόροι και ονομάζονται Δίοι.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. φωνάζω, επικαλούμαι τους θεούς
  4. προσκαλώ
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 67.1
    παρεκάλουν τε εὐθὺς ἐς τὴν Λακεδαίμονα τοὺς ξυμμάχους καὶ κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν καὶ ἀδικοῖεν τὴν Πελοπόννησον.
    Προσκάλεσαν αμέσως τους συμμάχους τους στην Σπάρτη όπου πήγαν και κατηγόρησαν τους Αθηναίους ότι καταπάτησαν τις σπονδές και ότι αδικούν την Πελοπόννησο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  5. ικετεύω, εκλιπαρώ
  6. προτρέπω, παρακινώ, ενθαρρύνω
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 69.6
    ἀναβαίνων ἐδεξιοῦτο τοὺς παρόντας τῶν Μακεδόνων καὶ παρεκάλει τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡδέως γενέσθαι καὶ μεθυσθῆναι μετὰ τοῦ βασιλέως,
    καθώς ανέβαινε [στην πυρά], χαιρετούσε τους παρόντες Μακεδόνες και τους καλούσε να διασκεδάσουν εκείνη την ημέρα και να μεθύσουν με τον βασιλιά τους·
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
  7. διεγείρω, προκαλώ
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 10, 1175a
    τὸ μὲν γὰρ πρῶτον παρακέκληται ἡ διάνοια καὶ διατεταμένως περὶ αὐτὰ ἐνεργεῖ, ὥσπερ κατὰ τὴν ὄψιν οἱ ἐμβλέποντες
    στην αρχή ο νους βρίσκεται σε διέγερση και ενεργεί με ένταση εν σχέσει με αυτά — ακριβώς όπως συμβαίνει με την όραση των ανθρώπων, όταν στρέφουν με ένταση το βλέμμα τους προς κάπου,
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  8. (για πράγματα) υποδαυλίζω, υποθάλπω
  9. απαιτώ, ζητώ, έχω ανάγκη
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 147f
    οὐ γὰρ ὡς ἀγγεῖον ἥκει κομίζων ἑαυτὸν ἐμπλῆσαι πρὸς τὸ δεῖπνον ὁ νοῦν ἔχων, ἀλλὰ καὶ σπουδάσαι τι καὶ παῖξαι καὶ ἀκοῦσαι καὶ εἰπεῖν ὡς ὁ καιρὸς παρακαλεῖ τοὺς συνόντας, εἰ μέλλουσι μετ᾽ ἀλλήλων ἡδέως ἔσεσθαι.
    Γιατί ο νουνεχής άνθρωπος δεν φέρνει τον εαυτό του στο δείπνο σαν ένα αγγείο για να το γεμίσει, αλλά και για να ασχοληθεί με κάτι σοβαρό, να διασκεδάσει, να ακούσει και να πει πράγματα που η περίσταση απαιτεί από τους συνδαιτημόνες, αν είναι όλοι τους να περάσουν εκεί ευχάριστα.
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greek‑language.gr
  10. προσκαλώ τους φίλους κάποιου να παραστούν ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη
  11. (στην παθητική φωνή) (ελληνιστική σημασία) παρηγορώ, συμπαραστέκομαι
  12. (στην παθητική φωνή) μετανιώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]