παρακαλεστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρακαλεστικός, -ή, -ό
- (προφορικό) άλλη μορφή του παρακλητικός
- ※ Μόνο πια στο γυρισμό ερχότανε μαζί μας και μας κοίταζε με μια ματιά παρακαλεστική, σα να ζητούσε να μην το μαρτυρήσομε... (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παρακαλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακαλεστικός
|