παρακαλεστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακαλεστός η παρακαλεστή το παρακαλεστό
      γενική του παρακαλεστού της παρακαλεστής του παρακαλεστού
    αιτιατική τον παρακαλεστό την παρακαλεστή το παρακαλεστό
     κλητική παρακαλεστέ παρακαλεστή παρακαλεστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακαλεστοί οι παρακαλεστές τα παρακαλεστά
      γενική των παρακαλεστών των παρακαλεστών των παρακαλεστών
    αιτιατική τους παρακαλεστούς τις παρακαλεστές τα παρακαλεστά
     κλητική παρακαλεστοί παρακαλεστές παρακαλεστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρακαλεστός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ka.leˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κα‐λε‐στός

Επίθετο[επεξεργασία]

παρακαλεστός, -ή, -ό και παρακαλετός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]