παρακεταμόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακεταμόλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακεταμόλη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα με αναλγητική και αντιπυρετική δράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακεταμόλη
|