παρακινδυνευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακινδυνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακινδυνεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
παρακινδυνευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρακινδυνεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακινδυνευμένος
|