παρακμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακμή | οι | παρακμές |
γενική | της | παρακμής | των | παρακμών |
αιτιατική | την | παρακμή | τις | παρακμές |
κλητική | παρακμή | παρακμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρακμή < (ελληνιστική κοινή) παρακμή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρακμή θηλυκό
- η βαθμιαία πτώση της πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής ισχύος ενός κράτους, ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας