παρακμιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρακμιακός, -ή, -ό
- που παρουσιάζει σημεία παρακμής, αποσύνθεσης, που χαρακτηρίζεται από παρηκμασμένο τρόπο ζωής, επιλογές, που είναι σε διαδρομή φθοράς, δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον, ίσως ανήθικος ή άσωτος
- Κυριαρχούσε παρακμιακό κλίμα
- που δημιουργεί σε εποχή παρακμής
- που σχετίζεται με το παρακμιακό ρεύμα στη λογοτεχνία, ζωγραφική κ.α.
- Ο Οσκαρ Ουάιλντ χαρακτηρίζεται ένας από τους σημαντικότερους παρακμιακούς λογοτέχνες
[επεξεργασία]
- παρακμιακά
- → δείτε τις λέξεις παρακμάζω, ακμάζω και ακμή