παρακοιμούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακοιμούμαι < ελληνιστική κοινή παρακοιμάομαι < αρχαία ελληνική κοιμάω
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακοιμούμαι
- (σπάνιο) άλλη μορφή του παρακοιμώμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρακοιμώμενος / παρακοιμισμένος
- → δείτε τις λέξεις παρά και κοιμάμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακοιμούμαι
|