παρακοινωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακοινωνία < παρακοινωνός + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακοινωνία θηλυκό
- (νομικός όρος) η ιδιότητα του παρακοινωνού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακοινωνία
|