παρακολουθιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ko.luˈθçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κο‐λου‐θιέ‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακολουθιέμαι, π.πρτ.: παρακολουθιόμουν, π.αόρ.: παρακολουθήθηκα, μτχ.π.π.: παρακολουθημένος
- (προφορικό) άλλη μορφή του παρακολουθούμαι, παθητική φωνή του ρήματος παρακολουθώ → δείτε και την κλίση
Πηγές[επεξεργασία]
- «παρακολουθώ» - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).