παρακολουθούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ko.luˈθu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κο‐λου‐θού‐μαι
- ομόηχο: παρακολουθούμε
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακολουθούμαι, π.πρτ.: παρακολουθούμουν, π.αόρ.: παρακολουθήθηκα, μτχ.π.π.: παρακολουθημένος
- παθητική φωνή του ρήματος παρακολουθώ → δείτε και την κλίση