παρακολούθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακολούθημα < παρά + ακολούθημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακολούθημα ουδέτερο
- είναι ο χώρος εκείνος μιας ιδιοκτησίας (κτιρίου ή οικοπέδου) που έχει βοηθητική χρήση
- η οικογένεια Τάδε έχτισε ένα παρακολούθημα με εμβαδόν 10 τετραγωνικών μέτρων για τη στέγαση του λέβητα· σα συνέπεια η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας αυξήθηκε
- αυτό που ακολουθεί
- παρακολούθημα και λογική συνέπεια των πράξεών μου ήταν να αποκτήσω περισσότερους φίλους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακολούθημα
|