παρακολούθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακολούθηση | οι | παρακολουθήσεις |
γενική | της | παρακολούθησης* | των | παρακολουθήσεων |
αιτιατική | την | παρακολούθηση | τις | παρακολουθήσεις |
κλητική | παρακολούθηση | παρακολουθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακολουθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρακολούθηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακολούθη(σις) +-ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.koˈlu.θi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κο‐λού‐θη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρακολούθηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακολουθώ
- η συστηματική παρατήρηση των κινήσεων, των δραστηριοτήτων κάποιου που γίνεται κρυφά
- η παρατήρηση με το βλέμμα ή και την ακοή ενός οργανωμένου θεάματος ή ακροάματος, κάποιων κινήσεων ή δραστηριοτήτων
- η συμμετοχή σε κάποιες (κυρίως πνευματικές) δραστηριότητες
- η συστηματική παρατήρηση με σκοπό την ενημέρωση ή την πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη ή τη μεταβολή μιας κατάστασης, διαδικασίας κτλ.
- (ιατρική) τακτική εξέταση ασθενούς κατόπιν θεραπείας ή χειρουργείου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παρακολουθώ και ακολουθώ
Πηγές
[επεξεργασία]- παρακολούθηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η παρατήρηση των κινήσεων κάποιου που γίνεται κρυφά
η συμμετοχή σε κάποιες δραστηριότητες
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)