παρακούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρακούω <
- < αρχαία ελληνική παρακούω
- < η αρχαία λέξη με την ελληνιστική της σημασία
Ρήμα
[επεξεργασία]παρακούω
- ακούω κάτι λανθασμένα, δεν αντιλαμβάνομαι σωστά αυτό που ειπώθηκε
- ※ Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε: «Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε ...» (Του γιοφυριού της Άρτας, δημοτικό)
- δεν συμμορφώνομαι σε εντολή που έλαβα, δεν υπακούω
- Οι πρωτόπλαστοι παράκουσαν την εντολή του Θεού και δοκίμασαν τον απαγορευμένο καρπό
- ακούω υπερβολικά συχνά, κατ' επανάληψη, από πολλές πηγές
- το παρακούσαμε αυτό το τραγούδι, το έχω βαρεθεί
- ακούω πολύ καλά και αντιλαμβάνομαι
- -Άκουσες τι σου είπα; -Άκουσα και παράκουσα, αλλά δε συμφωνώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακούω | παράκουγα | θα παρακούω | να παρακούω | παρακούγοντας | |
β' ενικ. | παρακούς | παράκουγες | θα παρακούς | να παρακούς | παράκουγε | |
γ' ενικ. | παρακούει | παράκουγε | θα παρακούει | να παρακούει | ||
α' πληθ. | παρακούμε | παρακούγαμε | θα παρακούμε | να παρακούμε | ||
β' πληθ. | παρακούτε | παρακούγατε | θα παρακούτε | να παρακούτε | παρακούετε | |
γ' πληθ. | παρακούνε | παράκουγαν παρακούγανε |
θα παρακούνε | να παρακούνε | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παράκουσα | θα παρακούσω | να παρακούσω | παρακούσει | ||
β' ενικ. | παράκουσες | θα παρακούσεις | να παρακούσεις | παράκουσε | ||
γ' ενικ. | παράκουσε | θα παρακούσει | να παρακούσει | |||
α' πληθ. | παρακούσαμε | θα παρακούσουμε | να παρακούσουμε | |||
β' πληθ. | παρακούσατε | θα παρακούσετε | να παρακούσετε | παρακούστε | ||
γ' πληθ. | παράκουσαν παρακούσαν(ε) |
θα παρακούσουν(ε) | να παρακούσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρακούσει | είχα παρακούσει | θα έχω παρακούσει | να έχω παρακούσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρακούσει | είχες παρακούσει | θα έχεις παρακούσει | να έχεις παρακούσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρακούσει | είχε παρακούσει | θα έχει παρακούσει | να έχει παρακούσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακούσει | είχαμε παρακούσει | θα έχουμε παρακούσει | να έχουμε παρακούσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρακούσει | είχατε παρακούσει | θα έχετε παρακούσει | να έχετε παρακούσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακούσει | είχαν παρακούσει | θα έχουν παρακούσει | να έχουν παρακούσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρακούω