παρακράτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακράτηση | οι | παρακρατήσεις |
γενική | της | παρακράτησης* | των | παρακρατήσεων |
αιτιατική | την | παρακράτηση | τις | παρακρατήσεις |
κλητική | παρακράτηση | παρακρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρακράτηση < παρακρατώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρακράτηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρακρατώ
- παρακράτηση φόρου