παραλιακά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

παραλιακά < παραλιακός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παραλιακά

  1. κοντά στη θάλασσα, παράλληλα προς την ακτή
    βαδίζαμε παραλιακά θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παραλιακά