παραλληλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλληλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραλληλίζω < παράλληλος
Ρήμα[επεξεργασία]
παραλληλίζομαι
- με συγκρίνουν με κάποιους, εξισώνουν, παρομοιάζουν τις ενέργειές μου ή την προσωπικότητά μου με κάποιων άλλων