παραλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραλύω
Μετοχή
[επεξεργασία]παραλυμένος, -η, -ο
- που έχει παραλύσει, πχ. από φόβο
- (μεταφορικά) ανόητος, χαζός
- σταμάτα να κάνεις χαζομάρες, παραλυμένο