παραμελώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραμελώ < αρχαία ελληνική παραμελέω / παραμελῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]παραμελώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμελώ | παραμελούσα | θα παραμελώ | να παραμελώ | παραμελώντας | |
β' ενικ. | παραμελείς | παραμελούσες | θα παραμελείς | να παραμελείς | (παραμέλει) | |
γ' ενικ. | παραμελεί | παραμελούσε | θα παραμελεί | να παραμελεί | ||
α' πληθ. | παραμελούμε | παραμελούσαμε | θα παραμελούμε | να παραμελούμε | ||
β' πληθ. | παραμελείτε | παραμελούσατε | θα παραμελείτε | να παραμελείτε | παραμελείτε | |
γ' πληθ. | παραμελούν(ε) | παραμελούσαν(ε) | θα παραμελούν(ε) | να παραμελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμέλησα | θα παραμελήσω | να παραμελήσω | παραμελήσει | ||
β' ενικ. | παραμέλησες | θα παραμελήσεις | να παραμελήσεις | παραμέλησε | ||
γ' ενικ. | παραμέλησε | θα παραμελήσει | να παραμελήσει | |||
α' πληθ. | παραμελήσαμε | θα παραμελήσουμε | να παραμελήσουμε | |||
β' πληθ. | παραμελήσατε | θα παραμελήσετε | να παραμελήσετε | παραμελήστε | ||
γ' πληθ. | παραμέλησαν παραμελήσαν(ε) |
θα παραμελήσουν(ε) | να παραμελήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραμελήσει | είχα παραμελήσει | θα έχω παραμελήσει | να έχω παραμελήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραμελήσει | είχες παραμελήσει | θα έχεις παραμελήσει | να έχεις παραμελήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραμελήσει | είχε παραμελήσει | θα έχει παραμελήσει | να έχει παραμελήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμελήσει | είχαμε παραμελήσει | θα έχουμε παραμελήσει | να έχουμε παραμελήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραμελήσει | είχατε παραμελήσει | θα έχετε παραμελήσει | να έχετε παραμελήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμελήσει | είχαν παραμελήσει | θα έχουν παραμελήσει | να έχουν παραμελήσει |
|