παραμελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραμελῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραμελώ < αρχαία ελληνική παραμελέω / παραμελῶ

παραμελώ

  1. δεν φροντίζω
  2. αμελώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]