παραμετροποίησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παραμετροποίησης θηλυκό
- παραμετροποίηση, στη γενική του ενικού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παραμετροποιήσεως (λόγιο)