παραμιλλάομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμιλλάομαι < παράμιλλος

Ρήμα[επεξεργασία]

παραμιλλάομαι

  1. υπερισχύω με άμιλλα
    οὐ γὰρ πρὸς τὸν ἄνδρα παραμιλλώμεθα, ἀλλὰ πρὸς ὑμᾶς ἑαυτοὺς παραβάλλομεν (Μιχαήλ Ψελλός, Θεολογικά, 3, 10)