παραμονεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμονεύω < μεσαιωνική ελληνική < παραμονή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.moˈne.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
παραμονεύω , πρτ.: παραμόνευα, στ.μέλλ.: θα παραμονέψω, αόρ.: παραμόνεψα
- παραμένω κρυμμένος σ' ένα σημείο και περιμένω να εμφανιστεί ή να κινηθεί ένας αντίπαλος ώστε να του επιτεθώ
- ο κυνηγός παραμονεύει πολλή ώρα μέχρι να εμφανιστεί το θήραμά του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμονεύω
|