παραμορφωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμορφωτικός < παραμορφώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παραμορφωτικός
- που έχει σχέση με την παραμόρφωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραμορφωτικά
- → δείτε τις λέξεις παραμορφώνω, παρά, μορφώνω και μορφή