παραμορφώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραμορφώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραμορφώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]παραμορφώνομαι
- αλλάζω τη μορφή μου προς το χειρότερο
- ≈ συνώνυμα:: αλλοιώνομαι
- (μεταφορικά) αλλάζω σαν ιδέα ή αλήθεια (χρησιμοποίεται κυρίως στο γ' πρόσωπο)
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραμορφώνομαι | παραμορφωνόμουν(α) | θα παραμορφώνομαι | να παραμορφώνομαι | ||
β' ενικ. | παραμορφώνεσαι | παραμορφωνόσουν(α) | θα παραμορφώνεσαι | να παραμορφώνεσαι | (παραμορφώνου) | |
γ' ενικ. | παραμορφώνεται | παραμορφωνόταν(ε) | θα παραμορφώνεται | να παραμορφώνεται | ||
α' πληθ. | παραμορφωνόμαστε | παραμορφωνόμαστε παραμορφωνόμασταν |
θα παραμορφωνόμαστε | να παραμορφωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παραμορφώνεστε | παραμορφωνόσαστε παραμορφωνόσασταν |
θα παραμορφώνεστε | να παραμορφώνεστε | (παραμορφώνεστε) | |
γ' πληθ. | παραμορφώνονται | παραμορφώνονταν παραμορφωνόντουσαν |
θα παραμορφώνονται | να παραμορφώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραμορφώθηκα | θα παραμορφωθώ | να παραμορφωθώ | παραμορφωθεί | ||
β' ενικ. | παραμορφώθηκες | θα παραμορφωθείς | να παραμορφωθείς | παραμορφώσου | ||
γ' ενικ. | παραμορφώθηκε | θα παραμορφωθεί | να παραμορφωθεί | |||
α' πληθ. | παραμορφωθήκαμε | θα παραμορφωθούμε | να παραμορφωθούμε | |||
β' πληθ. | παραμορφωθήκατε | θα παραμορφωθείτε | να παραμορφωθείτε | παραμορφωθείτε | ||
γ' πληθ. | παραμορφώθηκαν παραμορφωθήκαν(ε) |
θα παραμορφωθούν(ε) | να παραμορφωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραμορφωθεί | είχα παραμορφωθεί | θα έχω παραμορφωθεί | να έχω παραμορφωθεί | παραμορφωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραμορφωθεί | είχες παραμορφωθεί | θα έχεις παραμορφωθεί | να έχεις παραμορφωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραμορφωθεί | είχε παραμορφωθεί | θα έχει παραμορφωθεί | να έχει παραμορφωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραμορφωθεί | είχαμε παραμορφωθεί | θα έχουμε παραμορφωθεί | να έχουμε παραμορφωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραμορφωθεί | είχατε παραμορφωθεί | θα έχετε παραμορφωθεί | να έχετε παραμορφωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραμορφωθεί | είχαν παραμορφωθεί | θα έχουν παραμορφωθεί | να έχουν παραμορφωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραμορφώνομαι
|