παραμόνεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμόνεμα < παραμονεύω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραμόνεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραμονεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμόνεμα
|