Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραμύθιν

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραμύθιν ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραμύθιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραμύθιν < παραμύθιον. Διαφορετική η αρχαία ελληνική παραμύθιον (παρηγορία).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραμύθιν ουδέτερο