παρανάλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρανάλωμα < (ελληνιστική κοινή) παρανάλωμα < παραναλίσκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρανάλωμα ουδέτερο
- αυτό ή αυτός που καταστρέφεται ολοσχερώς, που πέφτει θύμα, που καίγεται ολοκληρωτικά (σύνηθες κυρίως στην έκφραση γίνομαι παρανάλωμα του πυρός)
- το εργοστάσιο και τόνοι εμπορευμάτων έγιναν παρανάλωμα του πυρός
- παρανάλωμα του πάθους / έρωτα παρανάλωμα / παρανάλωμα της απληστίας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρανάλωμα < παραναλίσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
παρανάλωμα
- (ελληνιστική κοινή) αυτό που αναλώθηκε, ξοδεύτηκε περιττά, το σπαταλημένο, το ανώφελο βάρος
- τί γὰρ ἄλλο ἐστὶ ταῦτα ἢ χρόνου παρανάλωμα; και τι άλλο είναι αυτά από άσκοπη απώλεια χρόνου; (Αιλιανός Κλαύδιος, Ποικίλη Ιστορία, 17)
- καὶ μέγα τοῦτο τῇ Σπάρτῃ παρανάλωμα τοῦ πολέμου πέρας ἔχοντος ἐποίησεν ἡ φιλοτιμία τῶν ἀρχόντων : και αυτή τη μεγάλη άσκοπη απώλεια της Σπάρτης -αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει- την προκάλεσε το φιλότιμο των αρχηγών (Πλούταρχ. Πύρρος 30)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)