παραξυλόλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραξυλόλιο τα παραξυλόλια
      γενική του παραξυλολίου
παραξυλόλιου
των παραξυλολίων
    αιτιατική το παραξυλόλιο τα παραξυλόλια
     κλητική παραξυλόλιο παραξυλόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραξυλόλιο < παρα- + ξυλόλιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraxylene)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραξυλόλιο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]