παραπείθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπείθω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
παραπείθω
- ξεγελώ, εξαπατώ κάποιον, τον παρασύρω με παραπλανητικά λόγια ή επιχειρήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπείθω
|