παραπεμπτικογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπεμπτικογραφία < παραπεμπτικό + -ο- + -γραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπεμπτικογραφία θηλυκό
- (ιατρική) η έκδοση παραπεμπτικών για ιατρικές εξετάσεις
- ※ Ο ΙΣΑ καλεί τον Υπουργό Υγείας (…) να επιβεβαιώσουν τη θέση που διατύπωσαν στην πρόσφατη Ημερίδα του Συλλόγου για τον Προσωπικό ιατρό, σύμφωνα με την οποία αφενός δεν θα υπάρξει περιορισμός στην πιστοποίηση στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση και παραπεμπτικογραφία εξετάσεων… (www.isathens.gr, 13.10.2022)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπεμπτικογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)