παραπλανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραπλανώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παραπλανῶ (χάνω τον δρόμο μου) < ενεργητική φωνή του παραπλανῶμαι. Αναλύεται σε παρα- + πλανώ [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾa.plaˈno.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

παραπλανώ

  • ενεργώ έτσι ώστε κάποιος να σχηματίσει λανθασμένο συμπέρασμα
    τα ψεύτικα στατιστικά που παρουσίασε παραπλάνησαν τους εργοδότες, δίνοντάς του περισσότερα κονδύλια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]