παραπομπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραπομπή < παραπέμπω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική renvoi[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + πομπή → δείτε τη λέξη πέμπω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.pomˈbi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐πο‐μπή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπομπή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραπέμπω
- η αναφορά σε κάποιον ή κάτι
- η μεταφορά μιας υπόθεσης σε άλλο τμήμα ή υπηρεσία
- ↪ η ανακάλυψη νέων στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα
- (βιβλιογραφική παραπομπή) το σημάδι που δείχνει ότι υπάρχει κάπου αλλού μία διευκρίνηση ή άλλη πληροφορία σχετική με το κείμενο
- (κατʼ επέκταση) η σημείωση, το κείμενο σε κάποιο χώρο, εκτός του κανονικού κειμένου, στο οποίο αναφέρεται η παραπομπή (4)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις πομπή και πέμπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορά σε άλλη υπηρεσία
βιβλιογραφική παραπομπή
[επεξεργασία]
- ↑ παραπομπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραπομπή | αἱ | παραπομπαί |
γενική | τῆς | παραπομπῆς | τῶν | παραπομπῶν |
δοτική | τῇ | παραπομπῇ | ταῖς | παραπομπαῖς |
αιτιατική | τὴν | παραπομπήν | τὰς | παραπομπᾱ́ς |
κλητική ὦ! | παραπομπή | παραπομπαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραπομπᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραπομπαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπομπή θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις παραπέμπω, πομπή και πέμπω
Πηγές[επεξεργασία]
- παραπομπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραπομπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιβλιογραφικές παραπομπές (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)