παραπομπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπομπή
- αρχαία ελληνική παραπομπή
- (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική renvoi
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπομπή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραπέμπω
- η αναφορά σε κάποιον ή κάτι
- η μεταφορά μιας υπόθεσης σε άλλο τμήμα ή υπηρεσία
- η ανακάλυψη νέων στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή της υπόθεσης στον εισαγγελέα
- (βιβλιογραφία) σημάδι που δείχνει ότι υπάρχει κάπου αλλού μία διευκρίνηση ή άλλη πληροφορία σχετική με το κείμενο
- (κατ' επέκταση) η σημείωση, το κείμενο σε κάποιο χώρο, εκτός του κανονικού κειμένου, στο οποίο αναφέρεται η παραπομπή (4)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορά σε άλλη υπηρεσία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπομπή < παραπέμπω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπομπή θηλυκό