Μετάβαση στο περιεχόμενο

παραπροϊόν

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραπροϊόν τα παραπροϊόντα
      γενική του παραπροϊόντος των παραπροϊόντων
    αιτιατική το παραπροϊόν τα παραπροϊόντα
     κλητική παραπροϊόν παραπροϊόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραπροϊόν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραπροϊόν ουδέτερο

  1. κακής ποιότητας παράγωγο, κακό υποπροϊόν
  2. υποπροϊόν (επισήμως είναι συνώνυμο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]