παρασέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρασέρνω < παρασύρω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρασέρνω, πρτ.: παράσερνα, στ.μέλλ.: θα παρασύρω, αόρ.: παρέσυρα και παράσυρα, παθ.φωνή: παρασέρνομαι, μτχ.π.π.: παρασυρμένος

→ δείτε τη λέξη  παρασύρω
το δυνατό ρεύμα μάς παράσερνε στα βαθιά