παρασίτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρασίτωση | οι | παρασιτώσεις |
γενική | της | παρασίτωσης* | των | παρασιτώσεων |
αιτιατική | την | παρασίτωση | τις | παρασιτώσεις |
κλητική | παρασίτωση | παρασιτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασιτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασίτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parasitosis[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parasitose[1] < αρχαία ελληνική παράσιτον, ουδέτερο του παράσιτος < παρά + σῖτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρασίτωση θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποπαρασίτωση
- → δείτε τις λέξεις παράσιτο, παρά και σίτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασίτωση
- ↑ 1,0 1,1 παρασίτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)