παρασιτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παρασιτικά < παρασιτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
παρασιτικά
- (μεταφορικά) με παρασιτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασιτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παρασιτικά
- παρασιτικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού