παρασιτοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασιτοκτόνος < παράσιτο + -ο- + -κτόνος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parasiticide)
Επίθετο[επεξεργασία]
παρασιτοκτόνος
- που σκοτώνει τα παράσιτα ή συμβάλλει στην εξολόθρευσή του
- (ουσιαστικοποιημένο) παρασιτοκτόνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρασιτοκτονία
- παρασιτοκτόνο
- → δείτε τις λέξεις παράσιτο και κτείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασιτοκτόνος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτόνος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)