Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρασκήνιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρασκήνιο τα παρασκήνια
      γενική του παρασκηνίου
& παρασκήνιου
των παρασκηνίων
    αιτιατική το παρασκήνιο τα παρασκήνια
     κλητική παρασκήνιο παρασκήνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρασκήνιο < ελληνιστική κοινή παρασκήνιον < αρχαία ελληνική παρα- + σκηνή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coulisse)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈsci.ni.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρασκήνιο ουδέτερο

  1. (θέατρο) το μέρος του θεάτρου πίσω από και δίπλα στη σκηνή, αθέατο στους θεατές, στο οποίο περιμένουν οι ηθοποιοί μέχρι να εμφανιστούν μπροστά από το κοινό
      Η σκηνική διευθέτηση είναι παρόμοια και στα δυο έργα εφόσον οι θρήνοι της Ιοκάστης ακολουθούν την ίδια τεχνική της αποσωματοποιημένης φωνής (voice-off) από τα παρασκήνια, όπως οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας στο προηγούμενο έργο. (Ιωσήφ Βιβιλάκης, Στέφανος: a tribute to Walter Puchner, 2007, σελ. 1049)
  2. (μεταφορικά) ο χώρος στον οποίο αποφάσεις λαμβάνονται ή διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται χωρίς να είναι αντιληπτές από το κοινό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]