παρασκήνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρασκήνιο τα παρασκήνια
      γενική του παρασκηνίου
παρασκήνιου
των παρασκηνίων
    αιτιατική το παρασκήνιο τα παρασκήνια
     κλητική παρασκήνιο παρασκήνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρασκήνιο < ελληνιστική κοινή παρασκήνιον < αρχαία ελληνική παρα- + σκηνή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coulisse)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈsci.ni.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρασκήνιο ουδέτερο

  1. (θέατρο) το μέρος του θεάτρου πίσω από και δίπλα στη σκηνή, αθέατο στους θεατές, στο οποίο περιμένουν οι ηθοποιοί μέχρι να εμφανιστούν μπροστά από το κοινό
  2. (μεταφορικά) ο χώρος στον οποίο αποφάσεις λαμβάνονται ή διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται χωρίς να είναι αντιληπτές από το κοινό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]