παρασκευάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασκευάστρια < παρασκευαστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρασκευάστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του παρασκευαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρασκευάστρια
|